- ευδαιμονημα
- εὐδαιμόνημα-ατος τό счастливый случай, счастье, успех, удача
(οὐ γὰρ μικρὸν τοῦτο εὐ. Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(οὐ γὰρ μικρὸν τοῦτο εὐ. Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ευδαιμόνημα — εὐδαιμόνημα, τὸ (Α) [ευδαιμονώ] καλή τύχη, δώρο τής τύχης («οὐ γὰρ μικρὸν εὐδαιμόνημα γυνή», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
εὐδαιμόνημα — piece of good luck neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδαιμονήματα — εὐδαιμόνημα piece of good luck neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)